σύντηγμα

σύντηγμα
το, -ατος
κράμα λιωμένων μετάλλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύντηγμα — waste product neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντηγμα — το, ΝΑ [συντήκω] κράμα που παράγεται με σύντηξη αρχ. περίττωμα («λέγω δὲ περίττωμα τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα σύντηγμα δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῡ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • συντηγμάτων — σύντηγμα waste product neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγμασι — σύντηγμα waste product neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγμασιν — σύντηγμα waste product neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγματα — σύντηγμα waste product neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγματι — σύντηγμα waste product neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγματος — σύντηγμα waste product neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”